θηρευτῶν

θηρευτῶν
θηρευτής
hunter
masc gen pl
θηρευτός
fem gen pl
θηρευτός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρομούσα — Κοινή ονομασία ορισμένων ειδών ημιπτέρων εντόμων. Το είδος codophila varia είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα και η ονομασία του οφείλεται στην αποκρουστική και επίμονη μυρωδιά του που αποτελεί εξαιρετικά αποτελεσματικό μέτρο προστασίας εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”